- ομογαμετισμός
- και ομοιογαμετισμός, οβιολ. ο σχηματισμός από το αρσενικό ή το θηλυκό άτομο μιας κατηγορίας γαμετών οι οποίοι είναι μεταξύ τους όμοιοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομογαμετικός + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek